προσσυντίθεμαι

προσσυντίθεμαι
Α
συμφωνώ σε κάτι ακόμη με κάποιον («προσσυνέθεντο τῶν ἐχθρῶν σφαγὰς ποιήσασθαι», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + συντίθεμαι «συμφωνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”